- ἐπλατάγησε
- πλαταγέωclap the handsaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλαταγώ — πλαταγῶ, έω ΝΑ 1. (κυρίως σχετικά με τα χείλη και τις παλάμες) παράγω ήχο με τη σύγκρουση πλατιών σωμάτων 2. (το ενεργ. και το μέσ.) (για πλατιά σώματα) συγκρούομαι και προκαλώ θόρυβο και ιδίως τον ήχο πλατ («τα κύματα πλαταγούν στο καΐκι») 3.… … Dictionary of Greek
ἐπλατάγησ' — ἐπλατάγησα , πλαταγέω clap the hands aor ind act 1st sg ἐπλατάγησο , πλαταγέω clap the hands plup ind mp 2nd sg ἐπλατάγησο , πλαταγέω clap the hands perf imperat mp 2nd sg ἐπλατάγησε , πλαταγέω clap the hands aor ind act 3rd sg ἐπλατάγησαι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)